γνυπτεῖν

γνυπτεῖν
γνυπτέω
falling on the knee
pres inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek

  • κατεγνυπωμένως — (Α) επίρρ. οκνηρά, με νωθρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κατεγνυπωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. ενός αμάρτυρου *κατα γνυ πῶ / όω < κατ(α) * + * γνυπῶ < θ. γνυ , συγγενές τού γόνυ, με μηδενισμένη βαθμίδα. Πρβλ. τις γλώσσες τού Ησυχίου γνυπτεῖν ἀσθενεῖν,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”